- βώλους
- βώ̱λους , βῶλοςlumpfem acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Βώλους — Βῶλος lump masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βώλος — (3ος αι. π.Χ.). Νεοπυθαγόριος φιλόσοφος από την Αίγυπτο. Έγραψε πλήθος έργων γύρω από ιατρικά, γεωργικά, φιλοσοφικά θέματα κ.ά. Το πιο σημαντικό είναι τα Φυσικά, που άσκησε μεγάλη επίδραση στους Άραβες αλχημιστές και στους φιλοσόφους του Μεσαίωνα … Dictionary of Greek
σβωλιάζω — Ν [σβώλος] 1. (μτβ.) μεταβάλλω κάτι σε βώλους 2. (αμτβ.) μεταβάλλομαι σε βώλους («σβώλιασε ο πουρές») … Dictionary of Greek
ГРИГОРИЙ ПАЛАМА — [Греч. Γρηγόριος Παλαμᾶς] (ок. 1296, К поль 14.11.1357, Фессалоника), свт. (пам. 14 нояб., переходящее празд. во 2 ю Неделю Великого поста), архиеп. Фессалоникийский, отец и учитель Церкви. Жизнь Источники Свт. Григорий Палама. Икона. Посл. треть … Православная энциклопедия
αβωλοκόπητος — η, ο [βωλοκοπώ] ο αγρός τού οποίου δεν έχουν σπάσει τους βώλους από χώμα, ο ασβάρνιστος … Dictionary of Greek
αδροβωλίζω — [αδρόβωλο] χωρίζω με το κόσκινο τους αδρούς βώλους, τα χοντρά σπυριά οσπρίων ή σιτηρών … Dictionary of Greek
βωλάκιος — βωλάκιος, α, ον (Α) [βώλαξ] (για έδαφος) αυτός που έχει βώλους, παχύς, εύφορος … Dictionary of Greek
βωλακιάζω — [βώλακας] συσσωρεύω βώλους χώματος … Dictionary of Greek
βωλιάζω — [βώλος] (για αγρούς) σχηματίζω βώλους … Dictionary of Greek
βωλογυρίζω — αναποδογυρίζω και διαλύω τους βώλους του χώματος σκάβοντας βαθιά … Dictionary of Greek